ραλλίδες

ραλλίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια γερανό μορφών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rallidae < rallus (βλ. ράλλος) + κατάλ. -idae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νωτόρνις — (notonis). Πτηνό της Νέας Ζηλανδίας που έχει μέγεθος όρνιθας, κόκκινο ράμφος και πόδια και φτερά γαλαζοπράσινα. Υπάρχουν μόνο ελάχιστα άτομα σε δάση της Νέας Ζηλανδίας. * * * η ζωολ. καλοβατικό πτηνό τής Νέας Ζηλανδίας που ανήκει στην οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίων — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το… …   Dictionary of Greek

  • πουλάδα — και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν 1. νεαρή κότα 2. στον πληθ. οι πουλάδες ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. άδα (πρβλ. αγελ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ράλλος — ο, Ν ζωολ. γένος γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας ραλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rallus < νεολατ. rallus «είδος πτηνού»] …   Dictionary of Greek

  • σουλτανοπουλάδα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού γερανόμορφου πτηνού Porphyrio porphyrio τής οικογένειας ραλλίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”